Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καλάμημα — καλάμημα, τὸ (Α) [καλαμώμαι] σταχυολογία, σταχυολόγημα … Dictionary of Greek
καλαμητός — καλαμητός, ὁ (Α) [καλαμώμαι] η συλλογή καλαμιών, δηλ. στελεχών σίτου, σταχυολογία … Dictionary of Greek